- χειράφετος
- -ον, ΜΑαυτός που έχει χειραφετηθεί, που έχει απαλλαγεί από την εξουσία άλλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + ἄφετος «ελεύθερος, απελευθερωμένος» (< ἀφίημι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανήλικος — Α. θεωρείται, κατά τον Αστικό Κώδικα, όποιος δεν έχει συμπληρώσει το 18o έτος της ηλικίας του. Όποιος μάλιστα δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος αποκλείεται από κάθε είδους δικαιοπραξία και δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειραφεσία — η, ΝΜΑ [χειράφετος] χειραφέτηση νεοελλ. (νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων τής δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους … Dictionary of Greek
χειραφετώ — χειραφετῶ, έω, ΝΜΑ [χειράφετος] αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω νεοελλ. απαλλάσσω ανήλικο από την πατρική εξουσία 2. (κατ επέκτ.) απαλλάσσω γυναίκα από την εξουσία τού άνδρα 3. απαλλάσσω κάποιον από την επιρροή άλλου 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.… … Dictionary of Greek
ՁԵՐԲԱԶԱՏ — (ի, աց.) NBH 2 0154 Chronological Sequence: 12c ա. ἅφετος, χειράφετος emancipatus. Չափահաս ժառանգ ոք ազատ ʼի ձեռանէ դաստիարակի. ինքնացեալ իշխան ընչից հայրենեաց. *Անկանին յետոյ եւ ձերբազատք ընդ հարկաւ իբր ազատք. Մխ. դտ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)